μικροφυής

μικροφυής
-ές (ΑΜ μικροφυής, -ές)
1. μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, λεπτοφυής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροφυές
η μικροφυΐα*.
επίρρ...
μικροφυώς (ΑΜ)
με μικροφυή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικροφυής — of low growth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυῆ — μικροφυής of low growth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μικροφυής of low growth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μικροφυής of low growth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυεῖ — μικροφυής of low growth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μικροφυής of low growth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυεῖς — μικροφυής of low growth masc/fem acc pl μικροφυής of low growth masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυές — μικροφυής of low growth masc/fem voc sg μικροφυής of low growth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυῶν — μικροφυής of low growth masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυῶς — μικροφυής of low growth adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροκαμωμένος — η, ο 1. (γενικά) αυτός που έχει μικρές διαστάσεις 2. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που έχει μικρό ανάστημα και λεπτά μέλη, λεπτοφυής, μικροφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + καμωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. κάμνω (πρβλ. καλο καμωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • μικροφυΐα — μικροφυΐα, ἡ (Α) [μικροφυής] 1. λεπτή σωματική διάπλαση, μικρό ανάστημα 2. ασημαντότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”